εννεάλινος

Greek Monolingual

ἐννεάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει, που αποτελείται από εννέα κλωστές, νήματα («ἄρηνες ἐννεάλινοι» — δίχτια με εννέα νήματα, Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + λίνον.