ἐννεάλινος
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ἐννεάλινον, of nine threads, ἄρκυς X.Cyn.2.4.
Spanish (DGE)
-ον de nueve cabos de una red de caza, X.Cyn.2.4.
German (Pape)
[Seite 847] ἄρκυς, neunfädig, Xen. Cyn. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à neuf fils (filet de chasse).
Étymologie: ἐννέα, λίνον.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάλῐνος: свитый из девяти нитей (ἄρκυς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάλῐνος: -ον, ἔχων ἐννέα κλωστάς, ἄρκυς Ξεν. Κυν. 2. 4.
Greek Monolingual
ἐννεάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει, που αποτελείται από εννέα κλωστές, νήματα («ἄρηνες ἐννεάλινοι» — δίχτια με εννέα νήματα, Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + λίνον.
Greek Monotonic
ἐννεάλῐνος: -ον (λίνον), αυτός που αποτελείται από εννιά κλωστές, σε Ξεν.