ἐννεάλινος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάλῐνος Medium diacritics: ἐννεάλινος Low diacritics: εννεάλινος Capitals: ΕΝΝΕΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: enneálinos Transliteration B: ennealinos Transliteration C: ennealinos Beta Code: e)nnea/linos

English (LSJ)

ἐννεάλινον, of nine threads, ἄρκυς X.Cyn.2.4.

Spanish (DGE)

-ον de nueve cabos de una red de caza, X.Cyn.2.4.

German (Pape)

[Seite 847] ἄρκυς, neunfädig, Xen. Cyn. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à neuf fils (filet de chasse).
Étymologie: ἐννέα, λίνον.

Russian (Dvoretsky)

ἐννεάλῐνος: свитый из девяти нитей (ἄρκυς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάλῐνος: -ον, ἔχων ἐννέα κλωστάς, ἄρκυς Ξεν. Κυν. 2. 4.

Greek Monolingual

ἐννεάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει, που αποτελείται από εννέα κλωστές, νήματα («ἄρηνες ἐννεάλινοι» — δίχτια με εννέα νήματα, Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + λίνον.

Greek Monotonic

ἐννεάλῐνος: -ον (λίνον), αυτός που αποτελείται από εννιά κλωστές, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐννεά-λῐνος, ον λίνον
of nine threads, Xen.