εννοσίγαιος

Greek Monolingual

ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α)
(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + -γαιος < γαία].