κλονισμός
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) κλονίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλονίζω, κούνημα, τράνταγμα
2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός της υγείας»)
2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών συσπάσεων
μσν.
ταραχή, στενοχώρια, συγκίνηση.