ενσάρκωση

Greek Monolingual

η (AM ἐνσάρκωσις) σάρκωσις
η ενανθρώπηση του Χριστού
νεοελλ.
η υλική εμφάνιση μιας ιδέας («είναι ενσάρκωση της αρετής»).