σάρκωσις
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
-εως, ἡ, growth of flesh, Herod.Med. ap. Orib. 10.9.1, Aret. CD 1.2 ; also, = σάρκωμα (fleshy excrescence), Dsc. 5.117, Gal. 10.446 ; fleshiness, Id. 1.342.
German (Pape)
[Seite 863] ἡ, fleischiger Auswuchs, = Vorigem, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
production ou développement de chair.
Étymologie: σαρκόω.
Greek (Liddell-Scott)
σάρκωσις: -εως, ἡ, ἡ ἔκφυσις ἢ γένεσις καὶ αὔξησις σαρκός, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ὡσαύτως = τῷ προηγ., Διοσκ. 5. 135. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Russian (Dvoretsky)
σάρκωσις: εως ἡ
1 pl. обрастание мясом Plut.;
2 воплощение Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάρκωσις -εως, ἡ [σαρκόω] vleesgroei, vlezigheid.