(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρωδιαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)μσν.εμφυτεύωαρχ.σπείρω σ' έναν τόπο.