ενσπείρω

Greek Monolingual

(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.