ενστερνίζομαι

Greek Monolingual

(AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) στερνίζομαι
1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω
2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος της ψυχής μου
αρχ.-μσν.
ενεργ. αγκαλιάζω.