αποδέχομαι
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
(AM ἀποδέχομαι)
1. δέχομαι, παραδέχομαι
2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση
3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω
4. υποδέχομαι
5. ανέχομαι
αρχ.-μσν.
1. περιμένω
2. συμπεριφέρομαι φιλικά
μσν.
επιθυμώ
αρχ.
1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου
2. επιτρέπω, δίνω την άδεια
3. ικανοποιούμαι, αρκούμαι σε κάτι
4. εννοώ, αντιλαμβάνομαι
5. δέχομαι, παίρνω πίσω κάτι
6. δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι την πίεση κάποιου.