αποδέχομαι
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
(AM ἀποδέχομαι)
1. δέχομαι, παραδέχομαι
2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση
3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω
4. υποδέχομαι
5. ανέχομαι
αρχ.-μσν.
1. περιμένω
2. συμπεριφέρομαι φιλικά
μσν.
επιθυμώ
αρχ.
1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου
2. επιτρέπω, δίνω την άδεια
3. ικανοποιούμαι, αρκούμαι σε κάτι
4. εννοώ, αντιλαμβάνομαι
5. δέχομαι, παίρνω πίσω κάτι
6. δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι την πίεση κάποιου.