Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εντερικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.