ενυδάτωση

Greek Monolingual

η
1. χημ. εισαγωγή νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας ένωσης
2. (για καλλυντικό) αύξηση της ποσότητας νερού στα κύτταρα του δέρματος.