ἐνόρχης, ο και δωρ. τ. ἐνόρχας και ιων. τ. ἔνορχις, ο (Α)1. ο ένορχος2. ως ουσ. ο τράγος3. επίθ. του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις με επίθημα -α].