ένορχος

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + όρχις κατά τα σε -ος].