εξάφωτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑξάφωτος, -ον)
αυτός που έχει έξι φώτα («ἡ ἑξάφωτος λυχνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φως, φωτός].