εξέλκω

Greek Monolingual

(AM ἐξέλκω)
σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῖλκε κολεοῦ», Ευρ.)
νεοελλ.
(για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι
αρχ.
σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.).