(AM ἐξαίφνης) αίφνηςεπίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητααρχ.-μσν.αμέσως, ευθύςμσν.(με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά»)αρχ.φρ. «τὸ ἐξαίφνης» — η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων.