αίφνης

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

επίρρ. (Α αἴφνης)
ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως
νεοελλ.
απροσδόκητα, ανέλπιστα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή του συνθ. εξ-αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα αἶψα και αἰπύς, αἶπος. Αν δεχτούμε πως το αἶψα ξεκινάει ως ονοματ. τύπος από ρίζα αἰπ- (αἶψα < αιπ-σ-ӑ), τότε το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα εξ / αίφνης, να πρόκειται δηλ. για αρχ. ονοματ. τύπο σε γενική πτώση: αίφνης < αιπ-σ-ν ᾱ-ς. Όπως και στην περίπτωση του αἶψα δυσχέρειες γεννά κι εδώ η έρμηνεια του -σ-. Η σχέση του με τα ἄφνω, ἄφαρ, ἐξαπίνης, προς τα οποία πλησιάζει ετυμολογικά, είναι ακόμη αναπόδεικτη.
ΠΑΡ. αιφνίδιος].