εξαγορά
Greek Monolingual
η (Μ ἐξαγορά)
1. αντίτιμο («να δώσετε εξαγορά της γής»)
2. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («εξαγορά αιχμαλώτων»)
νεοελλ.
1. αγορά στο ακέραιο («η εξαγορά του μεριδίου τών συγκληρονόμων»)
2. δωροδοκία («εξαγορά των δικαστών, συνειδήσεων»)
3. αποζημίωση («χωρίς καμιά εξαγορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγορά].