εξαμερής

Greek Monolingual

-ές (AM ἑξαμερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από έξι μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -μερής < μέρος.