εξαναγκαστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό εξαναγκάζω
αυτός που γίνεται με εξαναγκασμό, με άσκηση βίας, υποχρεωτικός («εξαναγκαστική εργασία»).
επίρρ...
εξαναγκαστικώς, -ά
με εξαναγκασμό, υποχρεωτικά.