υποχρεωτικός

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη
2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»).
επίρρ...
υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν
αναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο, ενώ το επίρρ. υποχρεωτικώς από το 1806 στον Δ. Γουζέλη].