υποχρεωτικός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη
2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»).
επίρρ...
υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν
αναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο, ενώ το επίρρ. υποχρεωτικώς από το 1806 στον Δ. Γουζέλη].