εξελιγμένος

Greek Monolingual

και εξειλιγμένος, -η, -ο (AM έξειλιγμένος)
ξεδιπλωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά
2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη
εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι διαγράφεται από το ένα άκρο νήματος που έχει σταθερό μήκος και είναι περιτυλιγμένο γύρω από τη δοθείσα καμπύλη, καθώς το νήμα ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εντελώς τεντωμένο, ενώ το άλλο άκρο του είναι σταθερά συνδεδεμένο με ένα σημείο της δοθείσας καμπύλης.