εξευμενίζω

Greek Monolingual

(AM ἐξευμενίζω) ευμενίζω
καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν»)
αρχ.
είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει»).