ἐξευμενίζω

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευμενίζω Medium diacritics: ἐξευμενίζω Low diacritics: εξευμενίζω Capitals: ΕΞΕΥΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: exeumenízō Transliteration B: exeumenizō Transliteration C: eksevmenizo Beta Code: e)ceumeni/zw

English (LSJ)

propitiate, θεόν J.AJ8.13.8:—Med., ib.12.2.14, LXX 4 Ma.4.11, Plu.Fab.4, Ph.2.2, al., Herm.in Phdr.p.89A.:—Pass., ὑπό τινος, περί τινος, Ph.2.520,533, cf. Porph.Abst.2.37.

German (Pape)

[Seite 880] geneigt machen, med. sich, z. B. θεούς Plut. Fab. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευμενίζω: καθιστῶ εὐμενῆ, εὐμενίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 135. 61: ‒ Μέσ. Πλούτ. Φάβ. 4, κτλ: ‒ Παθ.: ἀόρ. -ισθεὶς Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι εὐμενής, θεὸς ἐξ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8627.

Greek Monolingual

(AM ἐξευμενίζω) ευμενίζω
καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν»)
αρχ.
είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει»).

Greek Monotonic

ἐξευμενίζω: (εὐμενής), κατευνάζω, καταπραΰνω — Μέσ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐμενής
to propitiate:—Mid., Plut.