ἐξευμενίζω
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
propitiate, θεόν J.AJ8.13.8:—Med., ib.12.2.14, LXX 4 Ma.4.11, Plu.Fab.4, Ph.2.2, al., Herm.in Phdr.p.89A.:—Pass., ὑπό τινος, περί τινος, Ph.2.520,533, cf. Porph.Abst.2.37.
German (Pape)
[Seite 880] geneigt machen, med. sich, z. B. θεούς Plut. Fab. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευμενίζω: καθιστῶ εὐμενῆ, εὐμενίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 135. 61: ‒ Μέσ. Πλούτ. Φάβ. 4, κτλ: ‒ Παθ.: ἀόρ. -ισθεὶς Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι εὐμενής, θεὸς ἐξ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8627.
Greek Monolingual
(AM ἐξευμενίζω) ευμενίζω
καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν»)
αρχ.
είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει»).
Greek Monotonic
ἐξευμενίζω: (εὐμενής), κατευνάζω, καταπραΰνω — Μέσ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐμενής
to propitiate:—Mid., Plut.