εξηγητής

Greek Monolingual

ο (AM ἐξηγητής) εξηγώ
ερμηνευτήςεξηγητής τών Γραφών»)
αρχ.
1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.)
2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι»)
3. ξεναγός.