Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εξιδανικεύω
Greek Monolingual
αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά του ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ.<εξ+ιδανικεύω (<ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο].