εξιδανικεύω

Greek Monolingual

αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά του ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο].