εξοδευτής
Greek Monolingual
και ξοδευτής, ο εξοδεύω
(θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτού)
1. αυτός που σκορπά ασυλλόγιστα, σπάταλος
2. καταναλωτής.
και ξοδευτής, ο εξοδεύω
(θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτού)
1. αυτός που σκορπά ασυλλόγιστα, σπάταλος
2. καταναλωτής.