σπάταλος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰ́τᾰλος Medium diacritics: σπάταλος Low diacritics: σπάταλος Capitals: ΣΠΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: spátalos Transliteration B: spatalos Transliteration C: spatalos Beta Code: spa/talos

English (LSJ)

[σπᾰ], ον wanton, lascivious, κλέμματα AP5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]

Greek (Liddell-Scott)

σπάτᾰλος: -ον, ἀκόλαστος, φιλήδονος, κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο / σπάταλος, -ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, -ή, -όν, Α
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν του μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από σπατάλη («σπάταλη διαχείριση»).
επίρρ...
σπάταλα Ν
με σπατάλη, χωρίς φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σπατάλη.