εξοδεύω
From LSJ
Greek Monolingual
και ξοδεύω (AM ἐξοδεύω) έξοδος
μσν.- νεοελλ.
δαπανώ, καταναλώνω
νεοελλ.
1. διαθέτω το εμπόρευμά μου σε αγοραστές
2. υποβάλλω άλλον σε έξοδα
αρχ.-μσν.
1. βγαίνω και πορεύομαι κάπου
2. αναχωρώ, φεύγω
3. εκστρατεύω
4. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω
αρχ.
1. βγάζω έξω από τον δρόμο, παραπλανώ
2. αναλύω, ερμηνεύω.