εξολοθρεύω
Greek Monolingual
(AM ἐξολοθρεύω)
1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως
2. εξοντώνω, θανατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)].
(AM ἐξολοθρεύω)
1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως
2. εξοντώνω, θανατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)].