εξομολόγος

Greek Monolingual

ο
ο πνευματικός, ο ιερέας που έχει το δικαίωμα να τελεί το μυστήριο της εξομολογήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομο-λόγος (< ομός «ο ίδιος» + λόγος)].