εξώφυλλο

Greek Monolingual

το
1. το εξωτερικό φύλλο βιβλίου
2. το εξωτερικό φύλλο παραθύρου
3. στον πληθ. τα τραπουλόχαρτα που αφαιρούνται ως περιττά σ' ένα παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. outpaper)].