ἐπάχθομαι (Α)στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῖσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].