επίδικος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς
αρχ.
1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)
2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις», Διον. Αλ.)
3. το θηλ. ως ουσ.ἐπίδικος
κληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη.