Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επίκωμος
Greek Monolingual
ἐπίκωμος, -ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ.<επί+κώμος «εύθυμη συντροφιά»].