το / πιοτόν, ΝΜ
κάθε υγρό που χρησιμεύει για πόση, ποτό και ιδίως οινοπνευματώδες
νεοελλ.
1. οινοποσία
2. μεθύσι
3. έξη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, αλκοολισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποτόν, κατ' επίδραση της υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω του πίνω (πρβλ. πιόμα, πιόσιμο)].