επίξενος
Greek Monolingual
ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».
ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».