επίσπαστος
Greek Monolingual
ἐπίσπαστος, -ον και -ός, -ή, -όν (Α) [[[επισπώ]])
αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.)
2. θηλειά γερά τραβηγμένη.
ἐπίσπαστος, -ον και -ός, -ή, -όν (Α) [[[επισπώ]])
αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.)
2. θηλειά γερά τραβηγμένη.