θηλειά

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η
1. βρόχος («μού 'βαλε θηλειά στο λαιμό»)
2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά
3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι
4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ' όπου περνά το κουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. θήλεια, θηλ. του επιθ. θήλυς. Ο τ. θελειά με τροπή του φθόγγου i σε ρ λόγω φωνητικής επιδράσεως του υγρού συμφώνου -λ- (πρβλ. κυρά > κερά υπό την επίδραση του υγρού συμφώνου -ρ-), ενώ ο τ. φηλειά με τροπή του θ σε f (πρβλ. θηκάρι > φηκάρι). Το επίθ. θήλυς, θηλυκός χαρακτηρίζει τα όργανα ή τα εργαλεία εκείνα που δέχονται στο εσωτερικό τους άλλα τα οποία χαρακτηρίζονται «αρσενικά» (λ.χ. κλειδαριά - κλειδί, παξιμάδι -βίδα κ.λπ.)].