επίτριπτος

Greek Monolingual

ἐπίτριπτος, -ον επιτριβω
1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά
2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί
3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.)
4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος.