ἐπίτριπτος
Full diacritics: ἐπίτριπτος | Medium diacritics: ἐπίτριπτος | Low diacritics: επίτριπτος | Capitals: ΕΠΙΤΡΙΠΤΟΣ |
Transliteration A: epítriptos | Transliteration B: epitriptos | Transliteration C: epitriptos | Beta Code: e)pi/triptos |
Contents
English (LSJ)
ον, of persons to whom one says ἐπιτριβείης (= ἄξιος τοῦ ἐπιτριβῆναι, EM367.1), A accursed, damned, τοὐπίτριπτον κίναδος the damned fox, S.Aj.103 (= τὸ ἐξῶλες θηρίον, Sch.), cf.And.1.99 ; ἐ. ψωμοκόλακες Sannyr.10 ; οὑπίτριπτος the rogue, Ar.Pl.275, Alex. 105, cf. Ar.Pl.619 ; ὦπίτριπτε Ar.Ach.557 ; rascally, ῥήτορες Luc. Tim.37 : Sup., Com.Adesp.1348. 2 ἡ νῦν ἐ. καὶ κατεαγυῖα μουσική the disreputable and effeminate music of to-day, S.E.M.6.14. (For this sense of a participial formation, cf. οὐλόμενος and ὀνήμενος.)
German (Pape)
[Seite 996] abgerieben, u. wie unser »gerieben« übertr., abgefeimt, verschmitzt, mit dem Nebenbegriff nichtswürdig, verwünscht, Ar. Plut. 619 u. öfter; Alex. bei Ath. IV, 165 d u. a. com.; κίναδος, von Odysseus, Soph. Ai. 103; Andoc. 1, 99; ἡ ἐπ. καὶ κατεαγυῖα μουσική Sezt. Emp. adv. mus. 14; ὁ ἀνθρώπων ἐπιτριπτότατος Luc. Tim. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτριπτος: -ον, (ἐπιτρίβω), ὁ ἐπιτριβῆναι ἄξιος, πανοῦργος, δόλιος, τοὐπίτριπτον κίναδος, ἡ πανοῦργος ἀλώπηξ, Σοφ. Αἴ. 103, πρβλ. Ἀνδοκ. 13. 23· φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· οὑπίτριπτος, μαστιγίας, κάθαρμα, «λέρα» Ἀριστοφ. Πλ. 275, πρβλ. 619· ὠπίτριπτε ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 557· ἡ νῦν ἐπ.... μουσική, ἡ τετριμμένη, λίαν συνήθης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 14· πρβλ. ἐπιτρίβω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
usé par le frottement ; fig. rompu au métier, rusé, roué, coquin.
Étymologie: ἐπιτρίβω.
Greek Monolingual
ἐπίτριπτος, -ον επιτριβω
1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά
2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί
3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.)
4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος.
Greek Monotonic
ἐπίτριπτος: -ον (ἐπιτρίβω), φθαρμένος, λιωμένος, πολυφορεμένος, πολυχρησιμοποιημένος· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, επιτήδειος, δόλιος, πανούργος, σε Σοφ.· οὐπίτριπτος, απατεώνας, αλήτης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτριπτος:
1) досл. стертый, изношенный, перен. избитый (μουσική Sext.);
2) перен. тертый, хитрый (κίναδος Soph.): οὑπίτριπτος, f ἡπίτριπτος in crasi Arph. продувная бестия.
Middle Liddell
ἐπίτριπτος, ον ἐπιτρίβω
rubbed down, well worn: metaph. of persons, practised, cunning, Soph.; οὑπίτριπτος the rogue, Ar.