επανήκω

Greek Monolingual

ἐπανήκω (AM) ήκω
επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία
β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», ΠΔ).