ἐπανήκω (AM) ήκωεπιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναίαβ. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», ΠΔ).