ήκω
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
ἥκω (AM)
(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)
1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ
β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)
2. εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι («το γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον μέρος» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)
αρχ.
1. (με την πρόθεση ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, επέρχομαι, προσβάλλω («ἧκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος», Πλάτ.)
β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ στράτευμα ἥκουσι» — έχουν έλθει για το στράτευμα, Ξεν.)
2. έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῦτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο σημείο αμάθειας έχεις καταντήσει, Ευρ.)
3. (γεωμ.) διέρχομαι από κάποιο σημείο
4. έχω επανέλθει, επέστρεψα
5. (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, Ευρ.)
6. είμαι («θεοῖς γ' ἔχθιστος ἥκω», Σοφ.)
7. (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί
8. ανήκω, αναφέρομαι, έχω σχέση, αναφορά, συγγένεια, συνάφεια («ποῖ λόγος ἥκει», Ευρ.)
9. (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῖν» — άρμοζε να πενθώ λόγω της συγγένειας, Σοφ.)
10. (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) συνήθως, συχνά, επανειλημμένως («ὅ καὶ νῦν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει συνήθως και τώρα, Πολ.)
11. (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,
12. φρ. α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο σημείο, συμφωνώ (Ευρ.)
β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω αφθονία ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»
Ηρόδ.)
γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες του έτους, Ηρόδ.
δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (Ευρ.)
ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῖσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό συγγενής μ' αυτούς, (Ευρ.)
στ) «οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη σοφία (Πλάτ.)
ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις μεγάλης» — είσαι πολύ δυνατός, έφθασες σε μεγάλη δύναμη (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. έχει σημασία παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του ίκω σε ΙΕ ρίζα sē(i)k- «πιάνω, φθάνω με το χέρι».
ΣΥΝΘ. ανήκω, διήκω, συνανήκω
αρχ.
αντιπαρήκω, αφήκω, εισήκω, ενδιήκω, ενήκω, εξήκω, επανήκω, επιδιήκω, εφήκω, καθήκω, μεθήκω, παρήκω, περιήκω, προήκω, προσήκω, συμπαρήκω, συνεπανήκω, συνήκω, υπερείκω].