επαναγιγνώσκω
Greek Monolingual
ἐπαναγιγνώσκω (AM)
1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῦ νόμου τὸ τελευταῖον», Λυσ.)
2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος.
ἐπαναγιγνώσκω (AM)
1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῦ νόμου τὸ τελευταῖον», Λυσ.)
2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος.