επανακτώ

Greek Monolingual

(AM ἐπανακτῶμαι, -άομαι) κτω
αποκτώ ξανά κάτι που είχε χαθεί ή αφαιρεθεί («επανέκτησε την περιουσία του»)
μσν.
διασώζω κάποιον ή κάτι.