και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) έπαρχοςείμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχουμσν.αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου.