επαρχεύω

Greek Monolingual

και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) έπαρχος
είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου
μσν.
αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου.