αναπληρώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, -όω)
1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή το αντισταθμίζω με κάτι άλλο
2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τον αντικαθιστώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω
2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό ποσό μέχρι δεκάρας
3. συμπληρώνω τον αριθμό, ολοκληρώνω
ΙΙ. μέσ.
1. πληρώνομαι, δέχομαι, λαμβάνω
2. πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι
ΙΙΙ. παθ. γίνομαι πάλι πλήρης, έρχομαι στην κανονική μου κατάσταση ή μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πληρῶ, πληρώνω.
ΠΑΡ. αναπλήρωμα, αναπλήρωσις, αναπληρωτικός
νεοελλ.
αναπληρωτής].