ἐπεγκελεύω (AM)1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ' οὖν ἐπεγκέλευέ γ' ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.)2. μέσ. επεγκελεύομαιδιατάσσω, συνιστώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»].