επεκτρέχω

Greek Monolingual

ἐπεκτρέχω (Α)
1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)
2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.