εισβάλλω
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
Greek Monolingual
(AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω)
εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν»)
νεοελλ.
εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου»)
αρχ.-μσν.
1. εισέρχομαι, μπαίνω
2. αρχίζω
αρχ.
1. ρίχνω μέσα, εισάγω
2. επιβιβάζω στο πλοίο
3. επιτίθεμαι
4. (για αρρώστια) προσβάλλω
5. (για ποταμό) εκβάλλω, συμβάλλω
6. (για εμπορεύματα) εισάγω.